υστερόχρονος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ύστερα, ο μεταγενέστερος, ο νεότερος, ο κατοπινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστερόχρονον — ὑστερόχρονος later in time masc/fem acc sg ὑστερόχρονος later in time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερόχρονοι — ὑστερόχρονος later in time masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγενέστερος — η, ο (ΑM μεταγενέστερος, έρα, ον) 1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον… … Dictionary of Greek
υστερογενής — ές / ὑστερογενής, ές, ΝΜΑ υστερόχρονος, μεταγενέστερος νεοελλ. 1. αυτός που γεννήθηκε τελευταίος ή μετά τον θάνατο τού πατέρα 2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον πρωτότοκο αδελφό, δευτερότοκος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερογενές το τέλος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
υστεροχρονία — ἡ, Μ [ὑστερόχρονος] χρόνος μεταγενέστερος άλλου … Dictionary of Greek
υστεροχρονώ — έω, Α είμαι υστερόχρονος, μεταγενέστερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + χρονῶ (< χρόνος < χρόνος), πρβλ. συγ χρονῶ, ὑπερ χρονῶ] … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… … Dictionary of Greek